ὁπόσους

ὁπόσους
ὁπόσος
as many
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καθορώ — (AM καθορῶ, άω, Α ιων. τ. κατορῶ, άω) 1. βλέπω κάτι καλά, με ευκρίνεια, διακρίνω («κατώρα πᾱν μὲν οὐ τὸ στρατόπεδον», Ηρόδ.) 2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι («ὁ δὲ δῆμος ὑπὸ τοῡ πολέμου καὶ τῆς ὁμίχλης ἃ πανουργεῑς μὴ καθορᾷ σου», Αριστοφ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • λιθοτομία — η (AM λιθοτομία) [λιθοτόμος] 1. η εξόρυξη λίθων από λατομείο 2. παλαιά μέθοδος εγχειρητικής αφαίρεσης λίθου από την ουροδόχο κύστη, η οποία ανοιγόταν με τομή στο περίνεο αρχ. συν. στον πληθ. αἱ λιθοτομίαι τα λατομεία («καὶ τῶν συμμάχων ὁπόσους… …   Dictionary of Greek

  • παρέχω — ΝΜΑ 1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.) 2. προμηθεύω, χορηγώ 3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.) 4. προσφέρω (α …   Dictionary of Greek

  • προσεκπέμπω — ΜΑ εκπέμπω, αποστέλλω επιπροσθέτως («πεζούς τε ὁπόσους ἐδύναντο προσεξέπεμψαν», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”